Τρομάζω με τους ανθρώπους…

Γράφει η Αλεξάνδρα Κουντουρά / ατάκτως ερριμμένα

Τρομάζω από εκείνους που θα μου βρέξουν το στόμα με νερό όταν θα διψάσω. Αυτούς τους φοβάμαι.  Τους άλλους όμως που θα γυρίσουν το κεφάλι από την άλλη μεριά δεν τους φοβάμαι. Μου δείχνουν από την αρχή ποιοι είναι.

Τρομάζω μπροστά στους φιλάνθρωπους, όχι μπροστά στους επαίτες. Οι επαίτες  απλά θα απλώσουν το χέρι για βοήθεια. Ενώ οι άλλοι θα σου ξεριζώσουν τα χέρια μόλις αντιληφθούν ότι είσαι πρόθυμος να τους βοηθήσεις.

Τρομάζω στη θέα ενός μεγάλου χαμόγελου. Έμαθα ότι πολύ εύκολα το χαμογελαστό στόμα ποτίζει δηλητήριο.  Αλλά οι άλλοι που είναι με τα χείλη πάντα σφραγισμένα δεν με τρομάζουν.

Τρομάζω με εκείνους που έρχονται κρατώντας μια αγκαλιά από λουλούδια, τους φοβάμαι αυτούς. Μα δεν με τρομάζουν οι άλλοι που αντί για τριαντάφυλλα μου δίνουν τα αγκάθια τους. Αυτούς τους αφήνω να με πλησιάσουν γιατί ξέρω ότι ακριβώς αυτό που μου δίνουν αυτό θέλουν, να μου κάνουν πληγές.

Με τρομάζουν αυτοί που φορούν μεταξωτά ρούχα με καλοσιδερωμένο το πέτο και λάμπουν μέσα στην χλιδή τους,  αυτούς τους φοβάμαι. Μα τους άλλους που φορούν  κουρελιασμένα και βρώμικα ρούχα δεν τους φοβάμαι. Έμαθα να μην περιμένω τίποτα από αυτούς με την άσχημη ενδυμασία.

Φοβάμαι τις λιακάδες, με τρομάζουν πολύ γιατί δεν ξέρω πόσο θα κρατήσουν. Τις αστραπές και τους κεραυνούς δεν τους φοβάμαι. Έμαθα πως η μπόρα κρατάει λίγο.

Δεν με τρομάζει αυτός που θα με χτυπήσει. Αλλά φοβάμαι εκείνους που στέκονται απέναντι μου και μετρούν την κάθε κίνηση μου έτοιμοι να χιμήξουν. Δεν φοβάμαι εκείνους που πληγώνουν. Αλλά φοβάμαι όλους εκείνους που έχουν όρκο τους την φράση ¨εγώ δεν πλήγωσα κανέναν¨.

Δεν φοβάμαι εκείνους που τους ονόμασα εχθρούς μου. Έμαθα να προφυλάσσομαι από αυτούς.  Μα πολύ φοβάμαι εκείνους που έκανα φίλους. Ποτέ δεν ξέρω ποσό θα κρατήσει η δυνατή φιλία τους.