Θα θέλατε να είστε ξανά “πρωτάκι”;

palazi

Γράφει η Χρυσάνθη Παλάζη / Δρ. Παιδαγωγικής

Αυτή είναι η ερώτηση που αυθόρμητα θέλω να κάνω, κάθε φορά που κάποιος γονιός μοιράζεται μαζί μου τα άγχη, τον προβληματισμό και τις δύσκολες καταστάσεις που βιώνει με ένα παιδί που βρίσκεται στο στάδιο της μετάβασης σε κάποια εκπαιδευτική βαθμίδα. Και ξέρετε «πρωτάκια» δεν είναι μόνο τα μικρούλια του Νηπιαγωγείου που συνεχίζουν στο Δημοτικό, είναι και τα παιδιά που για πρώτη φορά πηγαίνουν στο Γυμνάσιο, και αυτά που συνεχίζουν στο Λύκειο σε άλλο σχολικό συγκρότημα και ακόμη και αυτά που διαβαίνουν για πρώτη φορά το κατώφλι των Πανεπιστημίων.

Σε κάθε στάδιο προσαρμογής σε ένα νέο εκπαιδευτικό περιβάλλον, κάθε παιδί είναι δυνατόν να εκδηλώσει ποικίλες αντιδράσεις, φανερές αλλά και λανθάνουσες. Το άγχος αποχωρισμού στα μικρά παιδιά εκδηλώνεται μερικές φορές έντονα (κλάματα, φόβο, διαμαρτυρίες, θυμό), είναι ωστόσο απολύτως φυσιολογικό καθώς το παιδί αναπτύσσει ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με το άτομο που το φροντίζει (πχ. γονιό). Συνήθως κορυφώνεται στην ηλικία των 13-18 μηνών και τείνει να υποχωρεί σταδιακά μέχρι την ηλικία των 2,5 ετών. Η προσαρμογή του παιδιού εξαρτάται από παράγοντες όπως, οι προηγούμενες εμπειρίες αποχωρισμού, η ιδιοσυγκρασία του και η ωριμότητά του, η προετοιμασία του για το σχολείο, όπως επίσης τα συναισθήματα και η στάση των γονέων σχετικά με το γεγονός ότι το παιδί τους ξεκινά το σχολείο.

1

Έτσι, για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα, κάποια παιδιά μπορεί να κλαίνε, άλλα μπορεί να εμφανίσουν δυσκολίες στον ύπνο, να γίνονται επιθετικά ή μελαγχολικά, να παρουσιάζουν αλλαγές στις διατροφικές τους συνήθειες ή να παλινδρομούν σε συμπεριφορές που είχαν σε μικρότερες ηλικίες. Όλες αυτές οι αντιδράσεις είναι φυσιολογικές στην περίοδο της προσαρμογής και θα υποχωρήσουν σταδιακά, αν το παιδί βιώνει καθημερινά ένα ευχάριστο, σταθερό και προβλέψιμο πρόγραμμα το οποίο δημιουργεί μια αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας, εξηγεί η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, κ. Άννα Καλυμνιού.

Σε όλες τις σχολικές μεταβάσεις δεν λείπουν οι δυσκολίες προσαρμογής, καθώς κάθε σχολικό περιβάλλον διέπεται από ορισμένο θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο, στο οποίο το παιδί πρέπει να αναπτύξει δεξιότητες προσαρμογής, συμπόρευσης και επιτυχούς ένταξης. Η έλλειψη έντονων αντιδράσεων δεν συνεπάγεται πολλές φορές ότι αυτή η προσαρμογή, η μετάβαση γίνεται ομαλά και αρκετές φορές συνοδεύεται από εσωτερικευμένο άγχος, ανασφάλειες, αίσθημα ακύρωσης και μείωση της αυτοεκτίμησης των παιδιών.

3

Ένα σφάλμα στο οποίο παρασύρονται πολλές φορές όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική κοινότητα (γονείς, εκπαιδευτικοί, διευθυντές σχολείων), είναι να δημιουργούν ασυνείδητα με τη λεκτική αλλά και τη μη λεκτική επικοινωνία, μια προσδοκία για το ρόλο που καλείται κάθε μαθητής του Δημοτικού, του Γυμνασίου, του Πανεπιστημίου να επιτελέσει και ένα επίπεδο μάθησης στο οποίο οφείλει να ανταποκριθεί.

Μην μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει φράσεις του τύπου: «τώρα στο Γυμνάσιο δυσκολεύουν τα πράγματα», «ξέχνα το παιχνίδι, μόνο μετά το διάβασμα και αν φτάνει ο χρόνος» ή «οι βαθμοί στο πρώτο τετράμηνο είναι καθοριστικοί», «αν θέλεις να περάσεις στο Πανεπιστήμιο πρέπει να διαβάζεις εξαντλητικά» και άλλα παρόμοια που δημιουργούν στα παιδιά ένα «μύθο», μια προκατασκευασμένη και πολλές φορές αρνητική εικόνα στο μυαλό τους για αυτό που τους περιμένει στο νέο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Συνήθως μάλιστα προτάσσονται οι δυσκολίες και παραβλέπονται τα θετικά του νέου σχολικού περιβάλλοντος πχ. νέες φιλίες, νέα γνωστικά αντικείμενα, καλλιέργεια δεξιοτήτων, συμμετοχή σε σχολικές δραστηριότητες, διεύρυνση οριζόντων, αναζήτηση επαγγελματικών ενδιαφερόντων κτλ.

Τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο σε μεγάλο βαθμό αποκωδικοποιώντας και ερμηνεύοντας τα συναισθήματα των γονέων τους αλλά και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, προϋπόθεση για την όσο γίνεται ομαλή προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο, είναι να εισπράττει το παιδί σιγουριά και αισιοδοξία από τους γονείς για αυτό το σημαντικό βήμα στην εξέλιξή του. Αυτή τη σιγουριά το παιδί δεν την εισπράττει μόνο από τα λόγια που λέει ο γονέας αλλά πολύ περισσότερο από τα μη λεκτικά μηνύματα που εκπέμπει από την εσωτερική του στάση. Επομένως, η ομαλή προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο ξεκινάει από τους γονείς και από τα αισθήματα που τρέφουν γι’ αυτό το καινούργιο βήμα του παιδιού τους.

4

Στη συνέχεια τη σκυτάλη της ομαλής μετάβασης παίρνουν οι εκπαιδευτικοί που μέριμνά τους πρέπει να είναι η ενσυναίσθηση των ιδιαίτερων προβλημάτων, δυσκολιών και δεξιοτήτων ενσωμάτωσης των παιδιών στη νέα σχολική πραγματικότητα και η συστηματική προσπάθειά τους να βοηθήσουν στο να συντελεστεί ομαλά και χωρίς τραυματικές εμπειρίες αυτή η μετάβαση.

Σε κάθε περίπτωση ο γνώμονας για τη συμπεριφορά όλων μας είναι η κατανόηση, η υπομονή, το ενδιαφέρον, η ενσυναίσθηση της θέσης του παιδιού.

Γι’ αυτό επιμένω να βάζω μεταφορικά τον ενήλικα στη θέση του παιδιού και να ρωτώ ανακαλώντας μνήμες του παρελθόντος: Θα θέλατε να είστε ξανά «πρωτάκι»;