Γράφει η Αλεξάνδρα Κουντουρά / ατάκτως ερριμμένα
Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια και δεν φοβόμουν να ταξιδέψω. Ήξερα και ήμουν προετοιμασμένη ότι θα βρεθώ μπροστά σε αντίξοες συνθήκες.
Ούτε τις βροχές, μα ούτε και τις καταιγίδες που θα έβρισκα τις φοβόμουν. Είχα μαζί μου το ομπρελάκι μου, το άνοιγα και χόρευα, φόραγα το αδιάβροχο μου σήκωνα τον γιακά για να αποφεύγω τις χοντρές ψιχάλες και συνέχιζα να ταξιδεύω.
Άγνωστος προορισμός μα ποτέ δεν φοβήθηκα τα ταξίδια. Δεν φοβόμουν ούτε τον άνεμο που λυσσομανούσε. Περπατούσα κόντρα σε αυτόν, τόση ήταν η αγάπη μου και η επιθυμία μου να συνεχίσω το ταξίδι μου. Ακόμη και όταν ο ήλιος μου έκαιγε το πρόσωπο εγώ φορούσα στραβά το καπελάκι μου και συνέχιζα το ταξίδι μου. Καμιά φορά έριχνα και μια κλεφτή ματιά στον ήλιο, ίσα για να του κλείσω το μάτι πονηρά.
Ταξιδεύω δίχως εισιτήριο και χάρτες έχω τ΄αστέρια. Και αν το ταξίδι μου με οδηγεί στην κόλαση βγάζω από τις αποσκευές μου λίγη θάλασσα για να σβήσω τις φωτιές της. Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια και δε φοβόμουν να ταξιδέψω, ακόμη και αν στο δρόμο μου συναντήσω πολιτείες με σπίτια ερημωμένα και σφαλιστά παντζούρια, θα αφήσω ένα χάδι του άνεμου με μυρωδιές από λεβάντα ν’ ανοίξει τα παραθυρόφυλλα τους.
Και αν βρω σκληροτράχηλους δρόμους θα απλώσω ψιλή αμμουδιά και σαν τα μικρά παιδιά θα φτιάξω κάστρα. Και αν βρω ανθρώπους πικραμένους, αδιάφορους, άκεφους και ψεύτικους θα τους κεράσω γλυκό νέκταρ από την πηγή των θεών και μαζί τους θα μεθύσω και με τα χρώματα από το ουράνιο τόξο θα χρωματίσω τα μάτια και τις ψυχές τους.
Και αν βρω χειμώνες που πέφτει δριμύ το ψύχος στους ώμους, θα βγάλω από την τσέπη τα γιασεμιά που κρατώ φυλαγμένα και θα τα σκορπίσω να μπερδευτούν με το χιόνι και να ευωδιάσουν άνοιξη.
Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια και δεν φοβόμουν να ταξιδέψω ό,τι καιρό και αν έβρισκα, εγώ πάντα είχα κρατημένα στην καρδιά μου αχτίδες από τον ήλιο και ένα μικρό, ροδί συννεφάκι να μην ξεχνώ ποτέ την λαχτάρα μου για ταξίδι.
Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια και δεν φοβόμουν να ταξιδέψω…
Leave a Reply