Γράφει ο Ηλίας Τάσκου / δημοσιογράφος / iliasamfipoli@gmail
Όταν πριν από ένα χρόνο ξεκίνησα τα αφιερώματα στους καλλιτέχνες του ελληνικού κινηματογράφου, με υποστηρικτές τον Αντώνη και την Σελβίρα, αντιμετώπισα γενικότερα αν όχι την αντίθεση, πάντως την απορία κάποιων. Μα τι ενδιαφέρον μπορούν να έχουν σήμερα καλλιτέχνες περασμένων δεκαετιών;
Όταν η σημερινή εποχή περνά μέσα από την οθόνη του υπολογιστή ποιος θ’ ασχοληθεί με ταινίες που κουβαλάνε μισό αιώνα ζωής; Η απάντηση ήρθε σύντομα μέσα από την αγάπη πολλών για τα άρθρα μου με τους τυχόν αμφισβητίες να μπαίνουν στο περιθώριο… καθημερινά δεκάδες μηνύματα μου ζητούνε αφιερώματα σε ταινίες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς,… ξεχωριστή θέση ανάμεσα σε αυτούς κατέχει ο Χρόνης Εξαρχάκος. Κορυφαίος τυπίστας και χαρακτηριστικός δευτερορολίστας, υπήρξε «πνευματικό παιδί» του Γιάννη Δαλιανίδη, αφού μαζί του έκανε τις περισσότερες και καλύτερες ταινίες του.
Γεννημένος στην Ερμούπολη της Σύρου μέσα σε μια φτωχή νησιώτικη οικογένεια, από παιδί έπρεπε να φροντίζει την ανάπηρη μητέρα του, αναπτύσσοντας μια σχέση που θα καθοδηγεί έκτοτε τη ζωή του. Γεννήθηκε ως Πολυχρόνης Έξαρχος, στις 21 Νοεμβρίου 1932, και μεγάλωσε στη Πλάκα. Σε ηλικία 31 ετών αποφοίτησε από τη σχολή υποκριτικής του Πέλου Κατσέλη, αλλά πριν γίνει ηθοποιός εργαζόταν ως τεχνικός θεάτρου. Τότε συνεργάζονταν κυρίως με την Κάκια Αναλυτή και τον Κώστα Ρηγόπουλο. Στον θίασό τους έκανε το ντεμπούτο του σαν ηθοποιός, στον έργο «Η Βίλα των οργίων» (αργότερα θα γίνει και ταινία από τη Φίνος Φιλμ χωρίς τη συμμετοχή του Χρόνη).
Το ταλέντο του ήταν το καλύτερο εισιτήριο για να εργαστεί και στον κινηματογράφο, ένα χρόνο μετά την εμφάνισή του στο σανίδι. Οι πρώτες κινηματογραφικές του εμφανίσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως αδιάφορες μέχρι που το 1966, ο Αλέκος Σακελλάριος θα του δώσει τον ρόλο του Ενωματάρχης του σταθμού Πικερμίου στη θρυλική ταινία του «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»(1966). Ο Χρόνης απογειώνει το ρόλο του και σαρκάζει με θαυμάσιο τρόπο την ελληνική χωροφυλακή της εποχής.
Οι σκηνές του με την πρωταγωνίστρια του φιλμ, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, λογοκρίθηκαν και κόπηκαν αρχικά. Για να προβληθεί η ταινία ελεύθερα έπρεπε να αφαιρεθεί η σκηνή όπου ο Εξαρχάκος ως χωροφύλακας στο κρατητήριο φτιάχνει το μουστάκι του αλλά και μια σκηνή στην οποία ο χωροφύλακας, με φτιαγμένο πλέον το μουστάκι, σέρνει την Αλίκη στο υπόγειο. Ευτυχώς σήμερα στις προβολές βλέπουμε πλέον την αρχική κόπια του φιλμ.
Το 1967 θα ξεκινήσει η συνεργασία του με τον Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος θα του χαρίσει αρχικά το ρόλο του «Βανζέλ Παπαντό, Βανζέλ όπως Βανγκόγκ». Ο χαριτωμένος, κουνιστός και λυγιστός εκπαιδευτής της Ζωής Λάσκαρη, η οποία αποφασίζει να λάβει μέρος στα καλλιστεία. Το 1968 εισπράττει αμέτρητες καρπαζιές από τον Φαίδωνα Γεωργίτση, στο μιούζικαλ «Γοργόνες και Μάγκες» και την επόμενη χρονιά στη «Παριζιάνα» ως πρωτοποριακός ζωγράφος Λεωνίδας, μεταμορφώνεται σε γκέι βοηθό της Πελαζί, για να εκτοξεύσει την μυθική απάντηση προς τους κακοπροαίρετους, οι οποίοι τον ρωτούσαν «τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα, αγοράκι»: Μούσμουλα!!!
Το 1971 τον βλέπουμε αρχικά στην μουσική κωμωδία «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι». Εδώ αφήνει εποχή ως αυτοδίδακτος εφευρέτης που προσπαθεί να κατασκευάσει έναν μηχανισμό με τον οποίο να ανοίγει και να κλείνει την πόρτα με φωνητική οδηγία. Μάταια προσπαθεί με συμβατικές εντολές να κλείσει την ριμάδα την πόρτα. Εκείνη υπακούει μόνο σε μια λέξη: «Βαγγέληηη..!».
Η επόμενη κινηματογραφική του εμφάνιση θα γίνει στη τελευταία ασπρόμαυρη παραγωγή του Φίνου. Είναι «Ο Κατεργάρης», βασισμένη στο θεατρικό έργο των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη «Πάρτι για Νέους». Είναι η πρώτη φορά που ο Χρόνης εμφανίζεται ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Η ταινία παραμένει γνωστή από την τρομερή ατάκα «του νοου ας μπετερ» (to know us better). Παρά το γεγονός ότι ταυτίστηκε με την κινηματογραφική κωμωδία, ο Εξαρχάκος ήταν μοναδικός και στο δράμα, όπως πρόλαβε να μας το δείξει στα φιλμ: «Γυμνοί στο δρόμο»(1968), όπου υποδύεται τον τρελό της γειτονιάς, αλλά και στο πολεμικό δράμα του Γιάννη Δαλιανίδη «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο»(1970), με τη σκηνή της αυτοκτονίας του να είναι κομμάτι από το ανθολόγιο του ελληνικού σινεμά.
Από την υπόλοιπη φιλμογραφία του ξεχωρίζουν: «Ένας ιππότης για τη Βασούλα»(1968), «Η ωραία του κουρέα»(1969), «Ο γόης «(1969), «Μαριχουάνα στοπ» (1971) και «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας» (1972). Το 1981 κάνει πρεμιέρα στις σκοτεινές αίθουσες η κωμωδία «Γκαρσονιέρα για δέκα», με πρωταγωνιστή το Χρόνη Εξαρχάκο. Πρόκειται για διασκευή της ταινίας «Η Γκαρσονιέρα», του Μπίλι Γουάιλντερ, από τον Λάκη Μιχαηλίδη. Για την ιστορία να σημειωθεί ότι γυρίσματα του φιλμ πραγματοποιήθηκαν στο εργοστάσιο της εταιρείας Ε.Β.Μ.Ε. ΤΣΑΟΥΣΟΓΛΟΥ Α.Ε ενώ όταν ξέσπασε το σκάνδαλο για τις γκαρσονιέρες που νοίκιαζαν πλούσιες κυρίες, ο Ελληνικός Τύπος δάνεισε τον τίτλο της ταινίας σε πολλά δημοσιεύματα της εποχής εκείνης.
Αρχικά η «Γκαρσονιέρα για δέκα», το Νοέμβριο του 1979 ανέβηκε ως θεατρικό στο θέατρο «Ριάλτο» µε δωδεκαµελή θίασο γνωστών πρωταγωνιστών και άλλων αξιόλογων συντελεστών. Σκηνοθετούσε και πρωταγωνιστούσε ο µεγάλος κωµικός µας Χρόνης Εξαρχάκος. Οι συντελεστές και συνεργάτες είχαν διαλεχτεί µε µεγάλη προσοχή από τον ίδιο. Ο σπουδαίος ηθοποιός μας Πάρις Κατσίβελος στο εξαιρετικό βιβλίο του με τίτλο «Με πυξίδα το φώς» (Εκδόσεις Λιβάνη- 2011) θυμάται τη συνεργασία του με τον Χρόνη Εξαρχάκο στο συγκεκριμένο έργο: «…το έργο στα χέρια του Χρόνη ήταν αλάνθαστη συνταγή επιτυχίας. Είχε παιχτεί και παλαιότερα µε τον τίτλο «Ο Χρόνης και το κλειδί του» και στην Αθήνα, και στη Θεσσαλονίκη. Τώρα όµως η επιτυχία ήταν άνευ προηγουµένου. Οι κριτικές για τον Χρόνη ήταν µοναδικές.
Ο Γιώργος Χατζηδάκης έγραφε σε µία κριτική του: «Ο Εξαρχάκος, µε τη µαγική ιδιότητα του γνήσιου κωµικού, διευθύνει τη διάθεση και ευθυµία του κοινού, την κατευθύνει όπως θέλει, ρυθµίζει την ένταση και τη διάρκειά της, την οδηγεί σε παροξυσµό, την ανακόπτει, τη διατηρεί στο βαθµό που θέλει… Ο Χρόνης Εξαρχάκος είναι ένας µεγάλος ηθοποιός, το ταλέντο του είναι φτιαγµένο από τα ίδια υλικά του Μαυρέα και του Αυλωνίτη, έχει την ίδια κωµική ιδιοσυγκρασία, διατηρώντας τη δική του φυσιογνωµία, είναι δε περισσότερο πνευµατικός και ευρηµατικός…» και πολλά άλλα διθυραµβικά».
Θεατρικά ο Χρόνης έκανε πολύ σπουδαία και σημαντικά πράγματα δίπλα σε κορυφαίους πρωταγωνιστές. Συνεργάστηκε με τον Μάνο Κατράκη (όταν το Λαϊκό Θέατρό του ήταν στις δόξες του), με την Κυρία Κατερίνα, με τον Κώστα Βουτσά, με τη Ξένια Καλογεροπούλου (στο «Γλάρο» του Τσέχοφ) και με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στα έργα «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» και «Ο κόσμος της Σούζυ Βόγκ» (και τα δύο τη χειμερινή περίοδο 1965-66, στο θέατρο «Κοτοπούλη Ρέξ»). Από κάποια στιγμή και μετά έγινε συνθιασάρχης σε κωμωδίες και επιθεωρήσεις και άφησε τη δική του μοναδική σφραγίδα στο νεοελληνικό θέατρο.
Η προσωπική ζωή του Χρόνη Εξαρχάκου κύλησε διακριτικά, χωρίς σκάνδαλα και προκλήσεις, έμενε ισοβίως με τη μητέρα του, μια σχέση που σφραγίστηκε από το δίπολο παθολογική αγάπη και καταπίεση. Εκεί απέδιδε ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης τις παροιμιώδεις κυκλοθυμίες του ηθοποιού, περνώντας αυτόματα από το κέφι και το γέλιο σε βαθιά μελαγχολία και σε εκρήξεις θυμού.
Προσβεβλημένος από καρκίνο των οστών, ταλαιπωρήθηκε πολύ στα τελευταία του δίνοντας με αξιοπρέπεια την άνιση μάχη. Έφυγε την 27η Σεπτεμβρίου 1984 σε ηλικία μόλις 52 χρονών. Το μπριόζικο στυλ του αλλά και η καθαρότητα της φωνής του (αφού είχε την ικανότητα να μιλάει γρήγορα, αλλά πολύ καθαρά), αιχμαλωτίστηκαν για πάντα στα καρέ των ταινιών του.
Leave a Reply