Γράφει η Αλεξάνδρα Κουντουρά / ατάκτως ερριμμένα
Πόσο όμορφα είναι τα χρόνια που πέρασαν. Τα χρόνια που σε μεγάλωσαν. Μεγαλώνοντας έμαθες να μην καταπίνεις τις λέξεις σου, μα έμαθες να ξεστομίζεις χωρίς περιστροφές και δεύτερες σκέψεις εκείνες τις μικρές αλήτικες και ατίθασες λεξούλες.
Μεγάλωσες και έμαθες ότι τα «σ’ αγαπώ» και τα «χρειάζομαι» που σε μεθούσαν με την γλύκα τους, τα σκορπούσες αλόγιστα. Τώρα πια τα κρατάς μόνο για εσένα. Μεγαλώνοντας έμαθες πως τα βήματά σου τα κάνεις για να κερδίζεις τον χώρο που σου έχει κλαπεί.
Έμαθες πως οι πίκρες, οι απογοητεύσεις, οι ψευτιές και οι αδικίες σε καθήλωναν στο ίδιο σημείο. Σε φυλάκιζαν με βαριά δεσμά στην ίδια φυλακή που δεν την έβλεπε φως. Σου έριχναν ξεροκόμματα για φαί, ίσα για να σε τρέφουν και να σε κρατούν ζωντανή. Και εσύ έμενες αμίλητη στη θέση σου, γρατζουνώντας την ψυχή σου, καταβροχθίζοντας την αδικία και ξεδιψώντας από το θολό νερό της πληγών σου.
Μεγάλωσες και έμαθες πως δεν ταιριάζεις με τους πολλούς, δεν τους καταλαβαίνεις τώρα πια και δεν σε νοιάζει αν και εκείνοι δεν σε καταλαβαίνουν. Τώρα πια καταλαβαίνεις μόνο αυτούς που δεν μιλούν, εκείνους που δεν κρύβονται στην γωνία τους. Μεγαλώνοντας κατάλαβες, πως οι πιο αδιάφοροι είναι αυτοί που περπάτησαν τον σωστό δρόμο χωρίς χάρτη.
Έμαθες να τους ξεχωρίζεις από εκείνους τους «λογικούς» που έχουν τον χάρτη στο τσεπάκι τους και πάντα με την «γνώση τους» και τον «καλοπροαίρετο λόγο τους» θέλουν να σε κατευθύνουν στον δικό τους δρόμο τον σωστό. Τους έμαθες αυτούς τους επικίνδυνους και τώρα τους γυρνάς την πλάτη σου.
Μεγάλωσες και δεν σε νοιάζει η γνώμη των πολλών, κλείνεις τα αυτιά και τα μάτια σε κόλακες και γαληνεύεις την ψυχή σου όταν σου κάνει παράπονα. Την φροντίζεις και την κανακεύεις, όπως φροντίζει η μάνα το παιδί της που γυρνάει με ματωμένα τα γόνατα από το παιχνίδι.
Μεγάλωσες και έμαθες να προφυλάσσεσαι από τις «μαχαιριές της χαράς», εκείνες που πληγώνουν περισσότερο από τις πισώπλατες. Τις αντιμετωπίζεις με δυνατό γέλιο, τις κοροϊδεύεις και τις ειρωνεύεσαι. Μεγαλώνοντας έμαθες να μην σβήνεις την φωτιά που σου καίει τα σωθικά, μα να την προστατεύεις, να την φυλάς από ανέμους και να την διατηρείς για να σιγοκαίει ειρηνικά και να ζεσταίνει την καρδιά σου.
Μεγάλωσες και έμαθες πως τα όνειρα σου τα κερδίζεις μόνο με τις δικές σου μάχες. Δεν αναζητάς συμμάχους για να ονειροπολείτε μαζί.
Μεγαλώνοντας έμαθες να χωράς μόνο στα δικά σου παπούτσια. Σε εκείνα που τα λέρωνες μόνο για να τσαλαβουτάς σε λασπωμένους δρόμους μικρών ανάξιων και αχάριστων ανθρώπων προσπαθώντας να γίνεις ένα μαζί τους.
Μεγάλωσες και έμαθες, πως το παιδί που έχεις μέσα σου μπορεί να γελάει και να χαίρεται με τα παιχνίδια σας.