Γυναίκα και εργασία: κοινωνικό και ψυχολογικό υπόβαθρο

Στη σημερινή κοινωνία έχει θεσμοθετηθεί θεωρητικά ένα πλαίσιο ισότητας ως προς τις ευκαιρίες και την αμοιβή στον εργασιακό χώρο. Η άνοδος βέβαια της γυναικείας απασχόλησης συνδέεται σαφώς και με το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής αλλά και με τη γενικότερη εξέλιξη των κοινωνιών και απομάκρυνση από το πατριαρχικό μοντέλο.

Παρόλα αυτά, οι γυναίκες υφίστανται καθημερινά ουσιώδεις διακρίσεις και αδιέξοδα και εν τέλει, οι όποιες μεταρρυθμίσεις δε δύνανται να διασφαλίσουν την ισότητα στην πράξη, ως προς τις συνθήκες εργασίας και τις δυνατότητες εξέλιξης.

Ακόμη και σήμερα, η γυναίκα αναγκάζεται να ισορροπήσει ανάμεσα στην επαγγελματική ανέλιξη και σε κάποιον άλλο κοινωνικό- οικογενειακό ρόλο (της νοικοκυράς, της συντρόφου- συζύγου, της μητέρας) ενώ ο άντρας επιφορτίζεται με το ρόλο του “κουβαλητή”, που παρέχει την οικονομική στήριξη και έχει ως εκ τούτου το δικαίωμα να θέτει την επαγγελματική του ζωή σε προτεραιότητα.

Τα ΜΜΕ προβάλλουν διαρκώς παράλληλα τα νέα πρότυπα των δυναμικών γυναικών wonder women, με τις ανεξάντλητες υποχρεώσεις αλλά και τις ανεξάντλητες δυνατότητες, οι οποίες αναλαμβάνουν και την επαγγελματική δραστηριότητα αλλά και κάθε καθημερινή δραστηριότητα του σπιτιού.

Μία ιδιαίτερα συχνή διάκριση που βιώνουν οι γυναίκες στο χώρο εργασίας, αφορά στην ίδια τη μητρότητα. Πολλές φορές, η ύπαρξη ή όχι παιδιών αποτελεί παράγοντα επιλογής ενός υποψηφίου κατά τη διάρκεια ήδη των συνεντεύξεων. Αναφέρονται ξεκάθαρα περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εργοδότες θέτουν ρητά το ερώτημα διαχείρισης του χρόνου αναφορικά με τα παιδιά. Περαιτέρω, υπάρχουν ακόμη και σήμερα περιπτώσεις γυναικών που απολύονται λόγω εγκυμοσύνης ή μετά την άδεια μητρότητας.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η άδεια αυτή δε διασφαλίζεται παρά σε ένα μικρό ποσοστό των εργαζομένων γυναικών.

Η ηλικία αποτελεί ακόμη μία παράμετρο διάκρισης καθώς σε ορισμένα επαγγέλματα τίθεται αυτόματα ένα ηλικιακό όριο. Το όριο αυτό δεν αφορά συνήθως σε σωματικές π.χ. αντοχές των υποψηφίων αλλά περισσότερο στην εμφάνιση, στο χαμηλό μισθολογικό κλιμάκιο ή στην ευελιξία λόγω της απουσίας συνήθως παιδιών.

Οι γυναίκες εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται σε πολλά επίπεδα, ιδίως σε διευθυντικές θέσεις. Παράλληλα υφίσταται ένα σχετικά ευρύ μισθολογικό χάσμα, το οποίο αντιστοιχεί βέβαια και στην κατάληψη κατώτερων ιεραρχικά θέσεων και στη γενικά χαμηλότερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Υπάρχουν τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίοι κυριαρχούνται συνήθως από γυναίκες, όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες και η εκπαίδευση, ενώ π.χ. στα κατασκευαστικά επαγγέλματα έχουν μεγαλύτερη εκπροσώπηση οι άνδρες, διατηρώντας ένα διαχωρισμό εργασιών σε ανδρικές και γυναικείες.

Πέρα από αυτό, οι γυναίκες εισπράττουν πιο συχνά έστω και ήπια λεκτική επιθετικότητα ή προσβλητικά σχόλια, με την έννοια ότι γίνονται αποδέκτες της συναισθηματικής έντασης των ανωτέρων, οι οποίοι στις περιπτώσεις αυτές εκφράζονται συνειδητά ή ασυνείδητα έτσι επειδή αντιμετωπίζουν τη γυναίκα ως κατώτερη- αδύναμο φύλο.

Η έλλειψη σεβασμού, η δυσπιστία και η επιφυλακτικότητα αφορούν ορισμένες φορές και στις γνώσεις και τις ικανότητές τους.

Όλες αυτές οι διακρίσεις καθιστούν πιο έντονη την αναγκαιότητα των γυναικών να παλέψουν περισσότερο προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους και να εδραιωθούν- αναγνωριστούν σε μία θέση. Ιδίως σε πιο ανδροκρατούμενο εργασιακό περιβάλλον, οι γυναίκες βιώνουν συχνά πιο έντονο άγχος αναφορικά με τις επιδόσεις τους και τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αποδεκτές από τους ανωτέρους τους.

Στο άγχος επίδοσης προστίθεται το άγχος διαχείρισης του χρόνου, που έχει μάλιστα δύο διαστάσεις: Η αφοσίωση στην επαγγελματική εξέλιξη έρχεται πολλές φορές αντιμέτωπη με το ηλικιακό όριο αναπαραγωγικής ικανότητας, αναγκάζοντας ουσιαστικά κάποιες γυναίκες να οπισθοχωρήσουν ή και να εγκαταλείψουν κάποια από τις δύο επιθυμίες τους.

Στο πλαίσιο της καθημερινότητας από την άλλη, ο μεγάλος φόρτος της οικιακής εργασίας, η οποία ουσιαστικά είναι “απλήρωτη εργασία”, η γυναίκα έχει ελάχιστο ή και καθόλου χρόνο για να αφιερώσει στον εαυτό της και να αναπτύξει τα δικά της ενδιαφέροντα και δραστηριότητες, όπως επίσης και για να ξεκουραστεί.

Η συσσώρευση όλων αυτών των ρόλων επιβάλλει στην εργαζόμενη ιδιαίτερα εξοντωτικούς ρυθμούς. Η έλλειψη χρόνου και η πίεση να ανταπεξέλθουν σε όλους τους ρόλους, οδηγεί σε γενικευμένο άγχος και ένα αίσθημα διαρκούς επαγρύπνησης. Ο συνδυασμός των παραδοσιακών «γυναικείων» καθηκόντων με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις μπορεί να οδηγήσει σε έντονη σωματική και ψυχική εξουθένωση.

Στις περιπτώσεις που μία γυναίκα θέσει τον εαυτό της και τις επιθυμίες της ως προτεραιότητα, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί κοινωνικά ως τεμπέλα, κακή μητέρα ή κακή σύζυγος.

Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με υπαρξιακά ερωτήματα που αφορούν στην ταυτότητά της και με εσωτερικές συγκρούσεις όσον αφορά στα κοινωνικά και εσωτερικευμένα πρότυπα και στις επαγγελματικές της επιθυμίες.

Η υπερφόρτωση από τις οικιακές εργασίες μπορεί πολλές φορές να οδηγήσει σε πρακτική αδυναμία αναζήτησης εργασιακής απασχόλησης. Το αποτέλεσμα είναι η έλλειψη προσωπικού εισοδήματος και ως εκ τούτου ένα αίσθημα ελλιπούς ανεξαρτησίας.

Η αυστριακή ψυχίατρος- ψυχαναλύτρια H. Hartmann υποστήριζε ότι η υλικά βάση της πατριαρχίας είναι ο έλεγχος των ανδρών πάνω στην εργασιακή δύναμη των γυναικών. Μέσω του ελέγχου αυτού διατηρούν την εξουσία και μπορούν να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες των γυναικών στο οικιακό πλαίσιο.

Παρά τις όποιες δυσκολίες, οι εργαζόμενες γυναίκες φαίνεται ότι έχουν ένα πιο σαφές αίσθημα συναισθηματικής πληρότητας και ολοκλήρωσης, καθώς ενισχύεται το αίσθημα ανεξαρτησίας αλλά και το πολυδιάστατο της ταυτότητάς τους.

Με βάση αυτό το δεδομένο μπορούμε να πούμε ότι είναι υποχρέωση όλων μας να συνεχίσουμε να επιδιώκουμε την περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών και ένα ισότιμο πλαίσιο στον εργασιακό χώρο.

ΠΗΓΗ: psychology.gr