Γράφει ο Ηλίας Τάσκου / δημοσιογράφος / iliasamfipoli@gmail
Από το 1957 που το κοινό την καθιέρωσε σαν πρώτη ελληνίδα σταρ και το 1958 που η “Ωραία μου Κυρία” την επέβαλε στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού, η Ελλάδα ζεί στον αστερισμό της Αλίκης. Με πιστό και μόνιμο εραστή της το φακό κέρδισε το τίτλο της Εθνικής Σταρ, ένας τίτλος που δικαιωματικά της ανήκει για πάντα.
Ακόμη και σήμερα 21 χρόνια μετά το θάνατο της, στην εποχή των αμφισβητήσεων και της απομυθοποίησης, η Αλίκη κατάφερε και έσπασε το φράγμα του χρόνου. Το κοινό της έχει πολλαπλασιασθεί …πως ξεκίνησαν όμως όλα;
Η Αλίκη γεννήθηκε ανήμερα του Προφήτη Ηλία, στα χρόνια του 30. Ήταν το πρώτο παιδί του Ιωάννη Βουγιουκλάκη (πρώην Νομάρχης Αρκαδίας και νομικός) και της Αιμιλίας Κουμουνδούρου. Ο πατέρας της εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ και τα τρία παιδιά του μεγάλωσαν με την έλλειψη της πατρικής στοργής.
Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της έδωσε κρυφά εξετάσεις στη Δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου και έγινε δεκτή και από την οποία αποφοίτησε με βαθμό “Λίαν Καλώς” (λόγω της αυστηρής βαθμολόγησης του Δημήτρη Χόρν). Η θεατρική καριέρα της ξεκίνησε με το ρόλο της Λουιζόν στο έργο του Μολιέρου “Ο κατά φαντασίαν ασθενής”.
Ο ρόλος είχε προταθεί αρχικά στην Έλλη Βοζικιάδου αλλά μετά από την επιμονή του καθηγητή της Αλέξη Σολωμού η Αλίκη πήρε το ρόλο με τους κριτικούς της εποχής (1953-54) να αναφέρονται με κολακευτικά λόγια στη νεαρή ηθοποιό. Σχεδόν παράλληλα θα γυρίσει και την πρώτη ταινία της. Μεσολαβητής για να πάρει το ρόλο στο φιλμ “Το Ποντικάκι” φέρεται ο σκηνοθέτης Πέλος Κατσέλης. Η ίδια η Αλίκη βλέποντας τον εαυτό της στο πανί απογοητεύεται και δηλώνει πως δεν πρόκειται να ξανακάνει κινηματογράφο. Υπόσχεση που ευτυχώς δεν κράτησε.
Οι πρώτες θεατρικές εμφανίσεις της (με εξαίρεση το ρόλο της Ιουλιέτας στο θίασο του Νίκου Χατζίσκου, το καλοκαίρι του 1954) δεν της αφήνουν τις καλύτερες αναμνήσεις. Η ουσιαστική θεατρική της πορεία ξεκινά με τη συνεργασία της με την Κυρία Κατερίνα, το 1957, ενώ ένα χρόνο αργότερα θα δεχθεί πρόταση συνεργασίας από τον μεγάλο θεατράνθρωπο Κώστα Μουσούρη. Είναι ο άνθρωπος που της δίνει τη σφραγίδα της πρωταγωνίστριας, αρχικά με το ρόλο της Ελίζας στην “Ωραία μου κυρία” ενώ θα ακολουθήσουν τα έργα: “Τόπο στα νιάτα”, “Ο Πρίγκηψ και η Χορεύτρια” και “Φτωχό σαν σπουργιτάκι”.
Η δεκαετία του ’60 ξεκινά για την Αλίκη, θεατρικά, με μια μεγάλη περιοδεία, με τη τουρνέ να κρατά ένα ολόκληρο εξάμηνο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα πραγματοποιεί τέσσερις έκτακτες εμφανίσεις στην “Οδό Ονείρων” του Μάνου Χατζιδάκι, ερμηνεύοντας τραγούδια του συνθέτη και παίζοντας στο νούμερο “Το όνειρο της Οθόνης” με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Στη συνέχεια συγκροτεί θίασο για να ανεβάσει στο ιστορικό θέατρο “Κοτοπούλη – ΡΕΞ” το πολυπρόσωπο και πολυδάπανο έργο “Καίσαρ και Κλεοπάτρα” του Μπέρναρ Σο.
Η μαύρη περούκα, μέσα στην οποία έκρυψε τον χείμαρρο των ξανθών μαλλιών της, το ολόχρυσο φόρεμα και το εξαιρετικά τολμηρό ντεκολτέ, προκαλούν ιδιαίτερη αίσθηση και πολλές συζητήσεις αλλά το κοινό δεν την ακολουθεί σε αυτό το θεατρικό της εγχείρημα, που είναι πολύ μακριά από την λαμπερή κινηματογραφική της εικόνα.
Το έργο κατεβαίνει και τη θέση του δίνει στα “Χτυποκάρδια στα Θρανία” που είναι ένας θρίαμβος. Την αμέσως επόμενη σεζόν βρίσκεται με ανανεωμένο θίασο στο θέατρο “Διονύσια”, έχοντας δίπλα της δύο νέους ηθοποιούς που βοηθά στην καθιέρωση τους. Είναι ο Κώστας Βουτσάς και ο Γιώργος Πάντζας. Το 1964 αναγγέλεται η θεατρική συνεργασία της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο έργο “Κολόμπ” του Ζαν Ανούιγ.
Ο γάμος τους το 1965 θα τους “δέσει” ακόμη περισσότερο θεατρικά και μέχρι τη σεζόν 1973-74 κάθε παράσταση τους θα αποτελεί θεατρικό γεγονός. Μόνο το χειμώνα του 1968-69 η Αλίκη θα μείνει μακριά από το θέατρο (λόγω της εγκυμοσύνης της), δίνοντας στον Παπαμιχαήλ την ευκαιρία να παίξει έργα που θα ανταποκρίνονταν στις δικές του καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Μετά τη λήξη του γάμου τους και με το τέλος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος περνάει σε περίοδο κάμψης, η Αλίκη θα στραφεί αποκλειστικά στο θέατρο ανεβάζοντας παραστάσεις που αφήνουν εποχή, φέρνοντας στην Ελλάδα τα μεγάλα μιούζικαλ “Καμπαρέ” , “Καμπίρια”, “Εβίτα”, “Τζούλια” και “Η Μελωδία της Ευτυχίας”.
Το 1990 ανακοινώνει ότι θα παίξει την “Αντιγόνη” στην Επίδαυρο. Οι δήδεν θεματοφύλακες της πολιτιστικής μας κληρονομιάς τη χτυπούν αλύπητα αλλά το αρχαίο θέατρο γνωρίζει με την Αντιγόνη της Εθνικής μας Σταρ το μεγαλύτερο εισπρακτικό του θρίαμβο. Η Αλίκη δηλώνει: “αν ήμουν καλή μόνο ο Σοφοκλής το ξέρει”…
Leave a Reply