Συγνώμη αγάπη που πάλι πρόδωσα την πίστη σου σε εμένα

Γράφει η Αλεξάνδρα Κουντουρά / ατάκτως ερριμμένα

Σε είδα πάλι σήμερα. Κάπου χαμένη μέσα στο πλήθος. Ξεχώριζες ανάμεσα στους τόσους σκυφτούς ανθρώπους. Ξεχώριζες μέσα στα κουρελιασμένα σου ρούχα. Το περπάτημα σου ήταν αργό.

Φαινόσουν κουρασμένη.  Κουβαλούσες στους ώμους βαρίδια. Τα ρούχα σου ήταν πάλι  μουσκεμένα. Κάποιος θα έλεγε από την βροχή, μα εγώ ήξερα πως δεν ήταν η βροχή μα τα δάκρυα σου και τα δάκρυα όλων αυτών που γέρνουν να ξαποστάσουν δίπλα σου.

Σε είδα πάλι, σε αναγνώρισα αμέσως. Είχες βγάλει τα χέρια από τις τσέπες και τα είχες απλώσει. Κάποιος θα έλεγε ότι ζητιάνευες μα εγώ σε ξέρω, ξέρω ότι πάλευες να τα ανοίξεις για να γίνουν μια μεγάλη αγκαλιά.

Σε είδα πάλι και συνέχιζες να είσαι πανέμορφη ακόμη και μέσα στην θλίψη σου. Βιάστικα να θαμπωθώ από την ομορφιά σου και με σταμάτησες. Ντρεπόσουν για την άσχημη αμφίεση σου.

Σε σταμάτησα για να σε ρωτήσω πως είσαι. Στα μάτια σου αντίκρισα το παράπονο. Αντίκρισα τον φόβο που κουβαλάς σε κάθε κουβέντα. Μα μέσα από τον φόβο φαινόταν και η ελπίδα.

Σε ρώτησα γιατί απλώνεις τα χέρια και μοιάζεις με επαίτη. Και μου απάντησες ότι μόνο έτσι κάποιος θα έρθει κοντά μου. Τρόμαξα με την ειλικρίνεια σου και μου είπες ότι οι άνθρωποι σε πλησιάζουν μόνο όταν ζητιανεύεις.

Σε ρώτησα που μένεις για να σε συνοδεύσω. Και μου είπες ότι κατοικείς στους δρόμους. Θύμωσα που είσαι άστεγη αλλά μου είπες ότι κάθε μέρα που έρχεται έχεις την ελπίδα ότι κάποιος θα σε βρει και θα σου φτιάξει το παλάτι σου.

Μα δεν κρυώνεις, δεν τρέμεις το σκοτάδι;  Κρυώνω και φοβάμαι το σκοτάδι μου απάντησες, μα κάνω υπομονή γιατί ξέρω πως κάποιος θα με αναγνωρίσει και θα με πάρει κοντά του για να μου δώσει την ζεστασιά και το φως.

Και πως ζεις, σε ρώτησα. Ζω, γιατί ακόμα πιστεύω στους ανθρώπους. Ζω για αυτούς τους λίγους που με αναζητούν. Ζω για αυτούς που ακόμη πιστεύουν σε εμένα. Και ξέρω πως αυτοί οι λίγοι, αυτοί οι κάποιοι, δεν θα τρομάξουν από την γύμνια μου ούτε και από τα ματωμένα πόδια μου. Ζω και κάθε μέρα περπατάω σε δύσβατους δρόμους και αγκαθωτά μονοπάτια ξυπόλητη για να τους βρω.

Σε είδα πάλι και πριν προλάβω να σε χαιρετήσω έφυγες. Σου φώναξα δυνατά, εϊ αγάπη που θα σε ξαναβρώ; Και με ένα θλιμμένο χαμόγελο και με τα μάτια βουρκωμένα μου απάντησες. Θα με ξαναβρείς σε μια άλλη γειτονιά ή  σε κάποιο άλλο παζάρι, αν θέλεις.

Πόνεσα αγάπη,  γιατί πάλι σε άφησα να φύγεις απογοητευμένη και με το κεφάλι χαμηλωμένο.

Πόνεσα αγάπη, γιατί πάλι ενώ περίμενες να σου δώσω τα χέρια μου και να φροντίσω τις πληγές σου εγώ σε άφησα να φύγεις.

Ντρέπομαι αγάπη, γιατί πάλι πρόδωσα την πίστη σου σε εμένα. Για άλλη μια φορά σε ταπείνωσα με την αδιαφορία μου.