Κάτσε εαυτέ μου να σε κεράσω ένα ποτό. Καιρό έχουμε να τα πούμε οι δυο μας και σε έχω ταλαιπωρήσει, ομολογώ.
Πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη, κυρίως που δεν σε υπολόγισα και πάντα σε έβαζα κάτω από όλους, προσπερνώντας τις επιθυμίες και τις ανάγκες σου!
Κι έτσι σε έχανα μέσα στις ανάγκες των άλλων! Μην μου κρατάς κακία.. δεν το έκανα επίτηδες! Να, απλά οι άλλοι με είχαν περισσότερη ανάγκη κι εγώ έπρεπε να τρέχω! Πάντα να τρέχω και να μην προλαβαίνω να σε βάλω σε προτεραιότητα..
Κι εσύ, απλά παρατηρούσες σιωπηλός, χωρίς να ζητάς τίποτα. Κι όταν κάποιες φορές ένιωθες κουρασμένος, ποτέ δεν είπες λέξη. Το παράπονό σου το ένιωθα, όμως όσο έμενες συγκαταβατικός, εγώ σε προσπερνούσα ακόμα μια φορά. Μην με ρωτήσεις αν άξιζε τον κόπο που σε αμέλησα, γιατί δεν ξέρω να σου απαντήσω!
Βλέπεις στην μικρή και συνάμα μεγάλη μου ζωή, γνώρισα πολλούς ανθρώπους! Αυτούς που άξιζαν και τους έχω ακόμα δίπλα, κι ήταν λίγη και καλοί! Για το μόνο που είμαι σίγουρη, είναι ότι κάποιοι από τους υπόλοιπους, ήταν ένα καλό μάθημα! Κι αν τους απομάκρυνα, εκείνοι μου άφησαν προίκα την δυσπιστία για όποιον με πλησιάζει πια, το φόβο, τις μνήμες.
Βλέπεις ακόμα πονάω απο τις πισώπλατες μαχαιριές. Άνθρωποι αχάριστοι, κακοί, διπρόσωποι, σκάρτοι, ανθρωπάκια! Ήρθαν εχθροί ντυμένοι φίλοι και κουβαλούσαν στην ψυχή τους βρωμιά τόση πολλή, που παρολίγο να σε χάσω εαυτέ μου! Κι αυτή θα ήταν η νίκη τους! Να σε κάνουν σαν τα μούτρα τους, αλλά δεν το κατάφεραν. Εκεί ύψωσες το ανάστημά σου και μου θύμισες ποιος είσαι!
Μου βρωντοφώναξες για την ηθική, για τις αξίες, για τα ιδανικά που πάντα πίστευα. Μου σκούπισες τα δάκρυα της ψυχής μου άλλη μια φορά και μου έδειξες το δρόμο να μένω άνθρωπος μέσα στην απανθρωπιά. Μου έδειξες το δρόμο να μην γίνω ανθρωπάκι. Συγγνώμη για την ταλαιπωρία εαυτέ μου, και σου δίνω το λόγο μου, στο εξής, θα σε προσέχω πρώτα και πάνω από όλους!