Η θρυλική σχεδιάστρια μόδας, γεννημένη στις 19 Αυγούστου 1883, ήρθε στον κόσμο με έναν και μοναδικό σκοπό: να γράψει ιστορία.
Τελειομανής, δυναμική, αμφιλεγόμενη, αποφασισμένη να συνδέσει το όνομα της με κάτι σπουδαίο που θα διαρκέσει στο χρόνο, η Κοκό Σανέλ γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1883 στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας ως Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ. Παιδί φτωχής οικογένειας, η Σανέλ θα καταλάβει σε μικρή ηλικία τι εστί ανέχεια και θα γίνει θερμή υποστηρικτής της άποψης που λέει ότι αν οι συνθήκες δεν σου επιτρέπουν να ζήσεις όπως ακριβώς επιθυμείς, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βρεις τον τρόπο να τις δημιουργήσεις.
Θα μυηθεί στην τέχνη της μοδιστρικής όντας εσωτερική σ’ ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα, στο οποίο θα μπει μετά τον θάνατο της μητέρας της. Το λιτό στυλ των καλογερικών ενδυμάτων θα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το ρούχο και η αυστηρή – μοναχική εκπαίδευση που θα λάβει θα την εξοπλίσουν με την απαραίτητη δύναμη που χρειάζεται κανείς για να ανταπεξέλθει στη ζούγκλα της κοινωνίας και να ανοίξει έναν καινούργιο δρόμο.
Μέχρι το 1913 θα τραγουδά σ’ ένα κλαμπ στο Μουλέν «Ko Ko Ri Ko» και «Qui qu’a vu Coco» και κάπως έτσι θα γεννηθεί η Κοκό, το ψευδώνυμο δηλαδή που θα της δοθεί και που έμελλε να γίνει συνώνυμο της φινέτσας και του αξεπέραστου στυλ. Για κάποιους άλλους, το Κοκό ήρθε σαν απόηχος των πολλών παριζιάνικων πάρτι που διοργάνωνε, στα οποία κανείς ερχόταν σε κέφι κυρίως με κοκαΐνη. Εκεί η Σανέλ μπορούσε να έρχεται σε επαφή με γόνους της αριστοκρατικής κοινωνίας (που στη συνέχεια έκανε εραστές της), όπως με τον Ετιέν Μπαλσάν, γόνο πλούσιας οικογένειας υφαντουργών ή με τον φίλο του Μπαλσάν, τον Άγγλο λογαχό Μπόι Κέιπελ, ο οποίος θα είναι ο αποκλειστικός χορηγός των πρώτων της σχεδίων.
Το 1913, στηριζόμενη στις υψηλές της γνωριμίες, θα κάνει τα πρώτα της βήματα στο χώρο της μόδας, ανοίγοντας στην Ντοβίλ το πρώτο της κατάστημα καπέλων. Εκεί θα δημιουργήσει τη φιλοσοφία μιας μόδας που θα φέρει επανάσταση στο γυναικείο ντύσιμο. Τρία χρόνια αργότερα, το 1916, θα εγκαινιάσει τον οίκο υψηλής ραπτικής Σανέλ, ο οποίος παραμένει επίκαιρος και κερδοφόρος μέχρι και σήμερα.
Για να είναι κανείς αναντικατάστατος, πρέπει να είναι πάντα διαφορετικός, έλεγε η Σανέλ που σκεφτόταν πάντα έμπρακτα. Φρόντισε, λοιπόν, να είναι όσο πιο διαφορετική γινόταν, εισάγοντας τη φιλοσοφία ενός νέου στυλ, απλού και άνετου, πρακτικού και αθλητικού, φτιαγμένο από jersey, ένα ύφασμα που κανείς μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει.
Έκανε μόδα τα παντελόνια καμπάνα, γιατί τα φορούσε η ίδια στη Βενετία για να μπαινοβγαίνει ευκολότερα στις γόνδολες. Τι κι αν ο Πολ Πουαρέ χαρακτήριζε τα ρούχα της «φτωχοπροδρομισμόπολυτελείας», η Σανέλ συνέχισε να είναι όσο πιο ρηξικέλευθη μπορούσε, δημιουργώντας πρόοδο στο γυναικείο στυλ με την εφεύρεση του απλού μαύρου φορέματος, αλλά και την εισαγωγή του παντελονιού στη θηλυκή γκαρνταρόμπα.
Με σχέδια και κοψίματα που παρέπεμπαν σε αντρικά, έφερε επανάσταση με την επιβολή της πλεκτής ζακέτας, των strapless φορεμάτων, του κασμιρένιου κάρντιγκαν, του φορέματος – σεμιζιέ, των ντραπέ τουρμπανιών, της πλισέ φούστας, των παντελονιών καμπάνα, των κοσμημάτων που συνδύαζαν αληθινές με ψεύτικες πέτρες, αλλά και με τις δίχρωμες (μπεζ με μαύρη μύτη) γόβες χωρίς φτέρνα και φυσικά του χαρακτηριστικού και κλασικού πια ταγέρ Σανέλ με τις boxy -τετράγωνες – γραμμές.
Δημιούργησε για πρώτη φορά στην ιστορία γυναικεία πουλόβερ, εισάγοντας τις γυναίκες της εποχής στο λεγόμενο casual ντύσιμο. Έκανε επανάσταση με τη μονοχρωμία και το total look στο ντύσιμο, συμπληρώνοντάς το με μια ακόμα καινοτομία, την καπιτονέ τσάντα με αλυσίδα, για την οποία βραβεύτηκε με το Neiman Marcus Αward. H Σανέλ “έγδυσε” τις γυναίκες της εποχής από το φορτωμένο look και τη μόδα του κορσέ, το περίφημο New Look του Dior, επιβάλλοντας τα χαλαρά και απλά ντυσίματα, που τις έκαναν να δείχνουν πιο φυσικές. «Με ένα μαύρο πουλόβερ και δέκα σειρές μαργαριτάρια ξεσήκωσε την μόδα», θα πει ο Ντιόρ, βλέποντας τη μόδα που ο ίδιος κάποτε καθιέρωσε να δέχεται ένα σοβαρό πλήγμα.
Η Κοκό Σανέλ με την εμβληματική καπιτονέ τσάντα με αλυσίδα που σχεδίασε και έφερε επανάσταση στη μόδα. Το 1923 θα δημιουργήσει το διάσημο άρωμα της «Σανέλ № 5», ένα άρωμα μοντέρνο και διαχρονικό, για το οποίο λίγα χρόνια αργότερα η Μέριλιν Μονρόε θα δηλώσει ότι δεν κοιμάται αν δεν ψεκάσει τον λαιμό της με λίγες από τις σταγόνες του. Είναι η εποχή που η Σανέλ ήδη έχει καταφέρει να χτίσει τον μύθο της στο Παρίσι με μια σειρά επικερδών μπουτίκ, οι οποίες της έδιναν τη δυνατότητα να οδηγεί μια μπλε Rolls Royce και να μένει σε μια βίλα στη Νότια Γαλλία.
Με βασικό κίνητρο να βάλει τέλος στην άσχημη μυρωδιά των γυναικών, αγνοώντας όμως τις τεχνικές παρασκευής ενός αρώματος, θα απευθυνθεί στον αρωματοποιό Ερνέστο Μπο, τον οποίο θα της συστήσει ο τότε σύντροφός της, ο Μεγάλος Δούκας Ντιμίτρι Πάβλοβιτς στις διακοπές του στην Κυανή Ακτή. Ο Μπο θα φτιάξει δέκα δείγματα και η Σανέλ θα επιλέξει το πέμπτο, βαφτίζοντας έτσι το νέο της άρωμα «Σανέλ № 5», το οποίο μέχρι σήμερα σαγηνεύει με την εκλεπτυσμένη και άκρως θηλυκή μυρωδιά που αφήνει στο πέρασμα του.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής η Σανέλ θα κλείσει τις επιχειρήσεις της, θα αφήσει πολλούς εργαζόμενούς της στον δρόμο και θα κατηγορηθεί για συνεργασία με τους Ναζί. Το 1954 θα επανέλθει στο προσκήνιο, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένο πια το κλασικό «Ταγιέρ», με τη χαρακτηριστική ζακέτα χωρίς πέτα, φινιρισμένη με σειρήτια.
Η Σανέλ άφησε εποχή γιατί ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Το περιοδικό Time θα τη συμπεριλάβει ανάμεσα στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ο αιώνα, ενώ η ίδια θα δηλώνει ότι μιλά περισσότερο για θηλυκότητα παρά για φεμινισμό.
Η Σανέλ δεν έκανε μόδα, ήταν μόδα. Η ζωή της, ο τρόπος ζωής της και τα ενδιαφέροντά της γίνονταν πηγή έμπνευσης για τη δουλειά της. Ήθελε να κυκλοφορεί με άνεση και έφτιαξε πιο άνετα ρούχα. Ήθελε να μυρίζει όμορφα και δημιούργησε το «Σανέλ № 5». Έκανε καθεστώς τα παντελόνια καμπάνα, γιατί τα φορούσε η ίδια στη Βενετία για να μπαινοβγαίνει ευκολότερα στις γόνδολες. Κάποτε έκαψε τα μαλλιά της και αναγκάστηκε να τα κόψει πολύ κοντά. Μία της και μόνο εμφάνιση στο Παρίσι, έκανε μόδα το κοντοκουρεμένο μαλλί στις γυναίκες. Ακόμα κι όταν επέλεξε να ντυθεί σαν μια φιγούρα από πίνακα του Βατώ σ’ ένα μασκέ πάρτυ, αργότερα το μετέτρεψε σε γυναικείο κοστούμι. Το 1920 έκανε διακοπές στη Γαλλική Ριβιέρα και γύρισε πίσω ηλιοκαμένη και μαυρισμένη. Αυτό ήταν αρκετό για να ανατρέψει την πεποίθηση ότι το λευκό δέρμα ισοδυναμεί με μια ισχυρή κοινωνική θέση. Πλέον το μαύρισμα από τον ήλιο ήταν μόδα και η αντίθεση που έκανε το δέρμα με τα ενδύματα που σχεδίαζε, έκανε τις γυναίκες πιο ελκυστικές.
Θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο Παρίσι στις 10 Ιανουαρίου του 1971, σε ηλικία 87 ετών. Μετά τον θάνατό της, ο Lagerfeld θα συνεχίσει τον επιτυχημένο δρόμο της, ενσωματώνοντας στα σχέδιά του την βαριά κληρονομιά του ύφους και των μυστικών της. Το λογότυπο των “CC” μέχρι σήμερα είναι συνώνυμο της απόλυτης φινέτσας, της διαχρονικής κομψότητας και του απαράμιλλου στυλ.