Εκείνη την ημέρα….η όμορφη κοπέλα σώπασε

Γράφει η Αλεξάνδρα Κουντουρά / ατάκτως ερριμμένα

Εκείνη την ημέρα χαμήλωσες το βλέμμα. Τύλιξες τα χεριά σου δυνατά γύρω από εκείνους που αγαπάς, σκούπισες τα δάκρυα τους και φίλησες το μέτωπο τους. Η φωνή σου έγινε λυγμός στα αυτιά των αγαπημένων σου.

Εκείνη την ημέρα έχωσες τα χέρια σου μέσα στο στήθος για να δεις αν έχεις ακόμη την καρδιά σου, φοβήθηκες πως ο πόνος την σταμάτησε και κράτησες την αναπνοή σου για να μην ανασάνεις τον καπνό. Στάθηκες μπροστά στον καθρέφτη σου και είδες στην ματιά σου το μαύρο της φύσης.

Εκείνη την ημέρα πάγωσε ο ήλιος, άφησε την καύτρα από  το τσιγάρο να του κάψει τις αχτίδες και έριξε στον ώμο του μαύρο μανδύα. Η  σελήνη επαναστάτησε, πέταξε το ασημένιο της χρώμα και ντύθηκε με το κόκκινο της ντροπής. Τα άστρα κρύφτηκαν στα μαύρα σύννεφα.

Εκείνη την ημέρα η ελπίδα πέταξε τα λιωμένα παπούτσια της και με γυμνά τα πόδια περπάτησε στον καμένο δρόμο ψάχνοντας την ταυτότητά της, κούρνιασε σε ένα γυμνό κλαδί και βουβά έκλαψε. Ο  ύπνος έμεινε ξάγρυπνος στο προσκεφάλι της παρηγορώντας την.

Εκείνη την ημέρα η μουσική σώπασε, έτρεξε μακριά από την παιδική χαρά, χάθηκε μέσα στα κύματα. Η θάλασσα την βρήκε, την τύλιξε στα βάθη της αγκαλιάς της και της έφτιαξε μια γωνιά για να την ακούνε μόνο τα πλάσματα της.

Τα  πουλιά έβαψαν τα φτερά τους στο χρώμα της στάχτης και έφυγαν τρομαγμένα μακριά. Τα  δένδρα άφησαν την τελευταία τους πνοή κρατώντας σαν ανάμνηση που άτακτα μωρά ακόμη έμπλεκαν τα κλαδιά τους στα μαλλιά των παιδιών και έφηβοι δρόσιζαν τα ιδρωμένα μέτωπα με την σκιά τους.

Εκείνη την ημέρα ο αλήτης αέρας θύμωσε και  πέρασε από τις ψυχές  μα τώρα επικηρυγμένος φονιάς  φοβάται για την ποινή που θα του επιβάλουν. Εκείνη την ήμερα ταυτοποιήθηκε η γκρίζα φωτογραφία που κάποτε έδειχνε τα παιχνίδια του Ήλιου με τα κύματα.

Εκείνη την ημέρα, η όμορφη κοπέλα με το αγέρωχο βήμα και τα ξανθά μαλλιά, που ήρθε με το φωτεινό χαμόγελο της αθώας κόρης κρατώντας δροσερό καρπούζι στα χέρια, κέρασε το πρωί ελληνικό καφέ με λουκούμι στο μπαλκόνι,  μοίρασε καραμέλες και γλειφιτζούρια στα παιδιά και τάισε ψωμί στους γλάρους, έφυγε.

Τι κρίμα και άδικο για την όμορφη ημέρα που στα χέρια της είχε δώρα χαράς ξεγνοιασιάς και ευτυχίας και έφυγε με το πρόσωπο καμένο και τα μάτια κλαμένα. Φόρεσε το μαύρο μαντήλι της  στα μαλλιά της για να κρύψει το χρώμα τους και χάθηκε πικραμένη κρατώντας στα χέρια της τις στάχτες από φωτογραφίες.

Τι κρίμα γιατί εκείνη η όμορφη ημέρα έχασε την φωνή της στο βουητό της ικεσίας και της θλίψης και …έφυγε.….Έφυγε λυπημένη γιατί η ανάμνηση της θα είναι η φωτιά και ο εφιάλτης και κάνεις δεν θα την θυμάται πια για την ομορφιά της αλλά για την ασχήμια της.

Εκείνη η ημέρα έφυγε και άφησε τις πόρτες των σπιτιών για πάντα ανοιχτές στην δυστυχία και την φρίκη…