Γράφει η Αλεξάνδρα Κουντουρά / ατάκτως ερριμμένα
Μια σκόνη απλώθηκε στον αέρα. Μέσα στην σκοτεινή νύχτα και στου φεγγαριού τη χάση λαμπύρισε μια χρυσή σκόνη. Ήρθε και κάθισε επάνω μου, κόλλησε στα ρούχα μου και στο δέρμα μου.
Άνοιξαν όλοι οι πόροι του δέρματος μου για να την εγκλωβίσουν, να την φυλακίσουν για να μην χαθεί ποτέ. Εισέπνεα δυνατά για να μπει μέσα στα στήθια μου, μέσα στα πνευμόνια μου και σαν βάλσαμο να γιάνει τις πληγές μου.
Δεν φαινόταν, μόνο υπήρχε στον αέρα και ήταν η μοναδική φορά που δεν με πονούσαν τα μάτια ούτε και δάκρυσαν από την λάμψη της. Μια μαγική σκόνη που ζαλισμένη με αγκάλιασε και χορεύοντας με σιωπηλή μουσική με απογείωσε.
Παράξενη και αναπάντεχη μάζεψε όλη την μελαγχολία μου. Πέταξε τα κουρέλια της ψυχής μου και την γέμισε με μαγεία. Αστερόσκονη, μια ουράνια ύλη, φωτεινή σαν τα αστέρια, λαμπύρισε τα βήματα μου, απλώθηκε επάνω μου, κέρωσε τις χαραματιές της θύμησης και με τράβηξε από τον βάλτο της απογοήτευσης.
Ξαφνικά και απρόσμενα η χρυσή σκόνη γέμισε την έρημο με κόκκινα τριαντάφυλλα και μωβ ζουμπούλια σκορπώντας το άρωμα της άνοιξης. Κοίτα κάτι παράξενα πράγματα.
Μια σκόνη, αυτή η χρυσή σκόνη, έβαλε χρυσά φτερά στην πλάτη μου και στροβιλίζοντας με με ανέβασε στον ουρανό. Με ταξίδεψε στα αστέρια και μέσα στην αγκαλιά μου έκτισαν φωλιά το φεγγάρι και ο ήλιος.